- πιστολάκι
- το маленький пистолет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πιστολάκι — το [πιστόλι] 1. μικρό πιστόλι 2. φορητός στεγνωτήρας μαλλιών σε σχήμα πιστολιού … Dictionary of Greek